ξάνθωμα

ξάνθωμα
Οξείδιο ή πλάκα κίτρινου χρώματος που σχηματίζεται κυρίως στους αγκώνες, στα γόνατα, στο τριχωτό του κεφαλιού και στους τένοντες. Αποτελείται από μακροφάγα κύτταρα, γεμάτα λιποειδή σώματα (χοληστερίνη) και μπορεί να είναι μεμονωμένο, εξαιτίας τοπικής διαταραχής του μεταβολισμού της χοληστερίνης. Μερικές φορές το ξ. είναι εκδήλωση μεταβολικής νόσου, συνήθως οικογενούς, που χαρακτηρίζεται από πολλαπλά ξ., ξανθελάσματα (κίτρινα στίγματα των βλεφάρων) και υ-περχοληστεριναιμίες. Ξανθωμάτωση εξάλλου ονομάζεται η παθολογική κατάσταση που προκαλεί τον σχηματισμό ξ. Απαντά ως πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής υπερχοληστεριναιμία και με τη μορφή ιδιοπαθούς ή δευτεροπαθούς υπερλιπαιμίας.
* * *
το
ιατρ. καλόηθες ογκίδιο χρυσοκίτρινου χρώματος που παρουσιάζεται κυρίως στους αγκώνες, στα γόνατα, στο τριχωτό τής κεφαλής και αντίστοιχα προς τους τένοντες και είναι αποτέλεσμα τοπικής διαταραχής τού μεταβολισμού τής χοληστερίνης ή ως εκδήλωση τής ξανθωμάτωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthoma (< ξανθός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξανθωμάτωση — η γενική νόσος, συχνά οικογενής και κληρονομική, η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχή τού μεταβολισμού τών λιπιδίων και από πολλαπλές εναποθέσεις λιπιδικών ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthomatosis (< ξάνθωμα, ώματος + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • ψευδοξάνθωμα — το, Ν φρ. «ελαστικό ψευδοξάνθωμα» ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μικρών δερματικών βλατίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pseudoxanthome (< ψευδ[ο] * + ξάνθωμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”